- ταπιόλιθος
- ο, Ν(ορυκτ.) σπάνιο ορυκτό οξείδιο τού νιοβίου, τού τανταλίου και τού σιδήρου, το οποίο αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα τού τανταλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tapiolite < σουηδ. tapiolit Tapio, Φινλανδικός θεός τών δασών + -lit (< λίθος). Το ορυκτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι βρέθηκε σε χωριό τής Φινλανδίας].
Dictionary of Greek. 2013.